φρενικός

φρενικός
η , ό[ν]
1) психический;

φρενική νόσος — душевная болезнь;

2) анат. относящийся к диафрагме;

φρενικόν νεύρον — диафрагмальный нерв;

3) уст. умственный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φρενικός" в других словарях:

  • φρενικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις φρένες 2. αυτός που έχει φρενοπάθεια 3. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο διάφραγμα 4. φρ. α) «φρενική νόσος» ιατρ. φρενοπάθεια β) «φρενικό νεύρο» ανατ. κλάδος τού αυχενικού πλέγματος, κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • φρενικεκτομία — η, Ν ιατρ. φρενικοτομία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phrenicectomie (< φρενικός + εκτομή)] …   Dictionary of Greek

  • φρενικοτομία — η, Ν ιατρ. η φρενικοεξαίρεση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phrenicotomy < φρενικός + τομία (< τομος < τόμος < τέμνω)] …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»